Greek Meaning of procreation
αναπαραγωγή
Other Greek words related to αναπαραγωγή
Nearest Words of procreation
- procrustean => προκρούστειος
- procrustean bed => Κλίνη του Προκρούστη
- procrustean rule => Κρεβάτι του Προκρούστη
- procrustean standard => Προκρούστειος τύπος
- procrustes => Προκρούστης
- proctalgia => πρωκταλγία
- proctitis => Πρωκτίτιδα
- proctocele => Ρεκτοκήλη
- proctologist => πρωκτολόγος
- proctology => Πρωκτολογία
Definitions and Meaning of procreation in English
procreation (n)
the sexual activity of conceiving and bearing offspring
FAQs About the word procreation
αναπαραγωγή
the sexual activity of conceiving and bearing offspring
γέννηση,αναπαραγωγή,γέννα,σύλληψη,Γενιά,εγκυμοσύνη,siring,Οικογενειακός δρόμος,εγκυμοσύνη,κύηση
στειρότητα,στειρότητα
procreate => Γονιμοποιώ, procrastinator => αναβλητικός, procrastination => αναβλητικότητα, procrastinate => αναβολή, proconvertin => Προκονβερτίνη,