FAQs About the word procreation

αναπαραγωγή

the sexual activity of conceiving and bearing offspring

γέννηση,αναπαραγωγή,γέννα,σύλληψη,Γενιά,εγκυμοσύνη,siring,Οικογενειακός δρόμος,εγκυμοσύνη,κύηση

στειρότητα,στειρότητα

procreate => Γονιμοποιώ, procrastinator => αναβλητικός, procrastination => αναβλητικότητα, procrastinate => αναβολή, proconvertin => Προκονβερτίνη,