Greek Meaning of contractile
συσταλτικός
Other Greek words related to συσταλτικός
Nearest Words of contractile
- contracted => συμφωνημένο
- contractable => Συστελλόμενος
- contract under seal => σφραγισμένο συμβόλαιο
- contract tablet => tablet σύμβασης
- contract system => Σύστημα συμβάσεων
- contract out => εξωτερική ανάθεση
- contract offer => Προσφορά σύμβασης
- contract of hazard => Σύμβαση κινδύνου
- contract of adhesion => Σύμβαση προσχώρησης
- contract law => Συμβατικό δίκαιο
Definitions and Meaning of contractile in English
contractile (s)
capable of contracting or being contracted
FAQs About the word contractile
συσταλτικός
capable of contracting or being contracted
συμφωνία,εγγύηση,διαβεβαίωση,ομόλογο,συμφωνία,εγγύηση,Σύμφωνο,υπόσχεση,εγγύηση,Συνθήκη
επιστρέφω,κέρδος,θεραπεύω,αναπληρώνω,ανακτώ,επισκευάζω,συγκέντρωση,επαναφορά,αναρρώνω (από),αναρρώσω
contracted => συμφωνημένο, contractable => Συστελλόμενος, contract under seal => σφραγισμένο συμβόλαιο, contract tablet => tablet σύμβασης, contract system => Σύστημα συμβάσεων,