FAQs About the word militarizing

στρατικοποίηση

to adapt for military use, to equip with military forces and defenses, to give a military character to

οπλισμός,εξοπλισμός,μηχανοποιώντας,κινητοποίηση,επανεξοπλίζω,επανεξοπλισμός,πολεμώντας,οπλοποίηση

αποστρατικοποιώ,αποστράτευση,αποπλιστικός,Απυ هستεικοποιούμενος

militants => Αγωνιστές, militantness => μαχητικότητα, milieux => περιβάλλοντα, milieus => περιβάλλοντα, milia => Μίλια,