Greek Meaning of firewood
καυσόξυλο
Other Greek words related to καυσόξυλο
Nearest Words of firewood
- firework => πυροτεχνήματα
- fireworm => πυγολαμπίδα
- fire-worship => Λατρεία της φωτιάς
- firing => απόλυση
- firing chamber => θάλαμος καύσεως
- firing line => Γραμμή πυρός
- firing mechanism => Μηχανισμός πυροδότησης
- firing off => ο πυροβολισμός
- firing party => εκτελεστικό απόσπασμα
- firing pin => Βελόνα πυροδότησης
Definitions and Meaning of firewood in English
firewood (n)
wood used for fuel
firewood (n.)
Wood for fuel.
FAQs About the word firewood
καυσόξυλο
wood used for fuelWood for fuel.
δοκάρι,Ξύλα καύσης,ξύλο,ξύλο,μπάρα,εισιτήριο,μπλοκ,σωρός,ανάρτηση,κατώφλι
No antonyms found.
firewheel tree => Δέντρο Φωτιάς, fire-wheel => πυροτεχνήματα, fireweed => Ιτιές, firewater => καύκαλο, firewarden => Πυροσβέστης,