Greek Meaning of tactfulness
Τάκτ
Other Greek words related to Τάκτ
Nearest Words of tactfulness
Definitions and Meaning of tactfulness in English
tactfulness (n)
consideration in dealing with others and avoiding giving offense
FAQs About the word tactfulness
Τάκτ
consideration in dealing with others and avoiding giving offense
Διπλωματία,γενναιότητα,Τρόποι,ευαισθησία,Διπλωματία,προσοχή,εξέταση,ευγένεια,Εθιμοτυπία,χάρις
αδεξιότητα,Αγενεια,Αγενεια,απροσεξία,απρονοησία,αναλήθεια,Αναλγησία,Ατακτικότητα,απερισκεψία,αμηχανία
tactfully => διακριτικά, tactful => Ευγενικός, tactable => απτός, tact => Διπλωματία, taconite => τακωνίτης,