Greek Meaning of corrosiveness

διαβρωτικότητα

Other Greek words related to διαβρωτικότητα

Definitions and Meaning of corrosiveness in English

corrosiveness

tending or having the power to corrode, a substance that corrodes, bitingly sarcastic

FAQs About the word corrosiveness

διαβρωτικότητα

tending or having the power to corrode, a substance that corrodes, bitingly sarcastic

Οξύτητα,οργή,Χολή,πικρία,Εχθρότητα,κακία,βαρύτητα,λοιμογόνος,ιός,οξύτητα

Ευγένεια,Συμπόνια,εγκάρδιος,ευγένεια,Διπλωματία,ιδιοφυΐα,χάρη,καλοσύνη,ευγένεια,απαλότητα

corroborees => κορρομπορέε, corroborations => επιβεβαιώσεις, corroborating => επικυρωτικό, corroborates => επιβεβαιώνει, corroborated => επιβεβαιωμένος,