FAQs About the word pointedly

επισημασμένος

in such a manner as to make something clearly evident

αγκάθινος,οδοντωτό,κορύφωσε,κοφτερός,γερμένος,μυτερός,μυτερός,κοφτερός σαν μαχαίρι,βελονοειδής,διακλαδωτός

αμβλύς,βαρετό,στρογγυλεμένο

pointed-leaf maple => Αμερικανικός σφένδαμος, pointed arch => Οξυκόρυφη αψίδα, pointed => Τετραγωνισμένο, point-devise => κομψός, point-device => ακριβής,