Greek Meaning of timesaving
ταχυτής
Other Greek words related to ταχυτής
Nearest Words of timesaving
Definitions and Meaning of timesaving in English
timesaving (a.)
Saving time; as, a timesaving expedient.
FAQs About the word timesaving
ταχυτής
Saving time; as, a timesaving expedient.
αυτοματοποιημένο,μηχανικό,αυτόματος,ηλεκτρονικός,βοηθητικός,εξοικονόμησης εργασίας,μηχανοκίνητος,μη χειρωνακτικός,βοήθεια,χαλάρωση
μη αυτόματο,χρονοβόρο,μη αυτοματοποιημένος
times square => Τάιμς Σκουέρ, times => φορές, time-release => χρονορυθμιστικό, timer => χρονοδιακόπτης, timepleaser => Τερπνός χρονικά,