Greek Meaning of soulfulness

ψυχικότητα

Other Greek words related to ψυχικότητα

Definitions and Meaning of soulfulness in English

Wordnet

soulfulness (n)

deep feeling or emotion

FAQs About the word soulfulness

ψυχικότητα

deep feeling or emotion

στοργικός,έντονο,αγαπώντας,παθιασμένος,θεατρικός,ζεστός,αμβλύς,ειλικρινής,κοινωτικός,επιδεικτικός

ντροπαλός,περιορισμένος,σεμνός,ήσυχος,συγκρατημένος,ντροπαλός,σιωπηλός,απόμακρος,κρύος,κρύος

soulfully => με ψυχή, soulful => συναισθηματικός, soul-destroying => ψυχοφθόρος, soul patch => φούντα, soul mate => συγγενική ψυχή,