Greek Meaning of fuzzed
θολωμένος
Other Greek words related to θολωμένος
Nearest Words of fuzzed
Definitions and Meaning of fuzzed in English
fuzzed (s)
covering with fine light hairs
FAQs About the word fuzzed
θολωμένος
covering with fine light hairs
θολό,σκουraίνει,ασαφής,θολώνω,θαμπώνω,μαύρισμα,θολός,σβήνω,κρύβω,αχνός
ανάβω (φωτίζω),φωτίζω,εκθέτω,φωτίζω,ανοίγω,αποκαλύπτω,φωτίζω ,αποκαλύπτουν
fuzz => χνούδι, fuzee => Ατράκτιο, fuze, plug => ασφαλειοδιακοπτης , φιτιλι, fuze => φυτίλι, futz => Φούτζ,