FAQs About the word masticated

μασήθηκε

of Masticate

μαστό,έφαγε,μασάω,καταναλώνεται,με πίεση (σε),ροκανισμένο (σε),δαγκωμένο,Μπιτ (τοποθετημένο),μάσησε,δαγκώνω

No antonyms found.

masticate => μασάω, masticador => τσίχλα, masticable => μασώμενο, mastic tree => Μαστιχόδενδρο, mastic => μαστίχα,