Greek Meaning of masticating

μάσηση

Other Greek words related to μάσηση

Definitions and Meaning of masticating in English

Webster

masticating (p. pr. & vb. n.)

of Masticate

FAQs About the word masticating

μάσηση

of Masticate

Μάσηση,μάσηση,Μάσημα,τρώω,Τσιμπολόγημα,δάγκωμα (σε),μασώντας (κάτι),καταναλωτικός,Τραγανίζοντας (κάτι),καταβροχθίζοντας

No antonyms found.

masticater => Μαστικάτωρ, masticated => μασήθηκε, masticate => μασάω, masticador => τσίχλα, masticable => μασώμενο,