FAQs About the word gorged

γεμάτος

of Gorge, Having a gorge or throat., Bearing a coronet or ring about the neck., Glutted; fed to the full.

Μπουχτισμένος,Υπερταϊσμένος,υπερπλήρης,υπερφορτωμένος,πλήρης,χορτάτος,χορτασμένος,Γεμιστό,χορτάτος,γεμάτος

άδειος,Πεινασμένος,πεινασμένος,πεινασμένος,πεινασμένος,υποσιτισμένος,Υποσιτισμένος

gorge => φαράγγι, gorgas => gorgas, gorfly => Γκόρφλυ, gorflies => Γκορφλις, gored => κέρατος,