Greek Meaning of policed

αστυνομεύεται

Other Greek words related to αστυνομεύεται

Definitions and Meaning of policed in English

Webster

policed (imp. & p. p.)

of Police

Webster

policed (a.)

Regulated by laws for the maintenance of peace and order, enforced by organized administration.

FAQs About the word policed

αστυνομεύεται

of Police, Regulated by laws for the maintenance of peace and order, enforced by organized administration.

διοικούμενη,πραγματοποιήθηκε,ελεγχόμενος,Σκηνοθετημένο,διοικείται,καθοδηγούμενος,διαχειρίζεται,λειτουργεί,ρυθμιζόμενο,παρακολούθησε

εγκαταλελειμμένος,παραμελημένος,ξέχασα,παρέλειψε

police work => Αστυνομική εργασία, police wagon => περιπολικό, police van => Αστυνομικό βαν, police station => αστυνομικό τμήμα, police state => Κράτος αστυνομίας,