Greek Meaning of patrolled
περιπολούσε
Other Greek words related to περιπολούσε
- Φρουρούμενος
- προστατευμένο
- παρακολούθησε
- ελεγχόμενος
- λειτουργεί
- επιβλέπειν
- αστυνομεύεται
- προστατευμένο
- προστατευμένος
- επιβλεπόμενη
- τείνω
- κοίταζε
- διοικούμενη
- φρόντιζε (για)
- συνοδευόμενος
- πραγματοποιήθηκε
- Σκηνοθετημένο
- διοικείται
- καθοδηγούμενος
- διαχειρίζεται
- νους
- προεδρεύειν
- τρέχω
- ρυθμιζόμενο
- τρέχω
- βοσκός
- διαχειρισμένο
- επιβλεπόταν
Nearest Words of patrolled
Definitions and Meaning of patrolled in English
patrolled (imp. & p. p.)
of Patrol
FAQs About the word patrolled
περιπολούσε
of Patrol
Φρουρούμενος,προστατευμένο,παρακολούθησε,ελεγχόμενος,λειτουργεί,επιβλέπειν,αστυνομεύεται,προστατευμένο,προστατευμένος,επιβλεπόμενη
εγκαταλελειμμένος,παραμελημένος,ξέχασα,παρέλειψε
patrole => περίπολος, patrol wagon => περιπολικό, patrol ship => Περιπολικό, patrol car => Αστυνομικό περιπολικό, patrol boat => Περιπολικό σκάφος,