Greek Meaning of patronal
προστάτης
Other Greek words related to προστάτης
Nearest Words of patronal
Definitions and Meaning of patronal in English
patronal (a.)
Patron; protecting; favoring.
FAQs About the word patronal
προστάτης
Patron; protecting; favoring.
Πελάτης,πελάτης,καλεσμένος,αγοραστής,καταναλωτής,παίκτης,χρήστης,λογαριασμός,Περιηγητής,Ανταποκριτής
μεσίτης,έμπορος,πωλητής,Πωλητής,προμηθευτής,καταστηματάρχης,έμπορος,περίφραξη
patronage => προστασία, patron saint => Άγιος προστάτης, patron => προστάτης, patrology => Πατρολογία, patrolmen => περιπολίες,