FAQs About the word patronization

Χορηγία

The act of patronizing; patronage; support.

συγκαταβαίνω,κόβω,δεσπόζω,υποτιμώ,Ψυχρή ανταπόκριση,χαι-χατ,βασίλισσα (υπερβολικό),ελαφρύ,αγνοώ

απογοητεύω,παρεμβαίνω,αντιτίθεμαι,Ματαιώνω,απογοητεύω,απογοητεύω,σαμποτάζ,μπερδεύω,Έρημος,Φύλλο

patronisingly => με υπεροψία, patronising => προστατευτικός, patronised => προστατευμένος, patronise => προστατεύω, patroness => προστάτιδα,