Greek Meaning of breathlessly

με κομμένη την ανάσα

Other Greek words related to με κομμένη την ανάσα

Definitions and Meaning of breathlessly in English

Wordnet

breathlessly (r)

in a breathless manner

Webster

breathlessly (adv.)

In a breathless manner.

FAQs About the word breathlessly

με κομμένη την ανάσα

in a breathless mannerIn a breathless manner.

κοντά,αποπνικτικός,πνιγηρός,ασφυκτικός,άνευ αέρα,βαρύς,παχύς,ομιχλώδης,καταπιεστικός,μη αεριζόμενο

αέρινος,ενθαρρυντικός,αέρας,ζωηρός,αναζωογονητικός,γλυκό,τονωτικός,αναζωογονητικό,αποκαταστατικός,αναβιωτικό

breathless => Κομμένος η ανάσα, breathing time => Ώρα ανάσας, breathing spell => ανάσα, breathing space => χώρος αναπνοής, breathing room => περιθώριο αναπνοής,