Greek Meaning of parented
γονέας
Other Greek words related to γονέας
- ενθαρρυνόμενος
- περιποιημένος
- ανυψωμένο
- παρακολούθησε
- Καλλιεργούμενος
- πατέρας
- εκμεταλλευμένος
- Ήταν μητέρα
- θρεμμένος
- θηλάζει
- παρέχεται (για)
- εκτραφεί
- δοθείς
- κοίταζε
- γέννησε
- γέννησε
- βαρετός
- εκτρεφόμενος
- φρόντιζε (για)
- προικισμένος
- με βάση το φύλο
- παραχθεί
- πήρα
- είχε
- εκκολαμμένος/εκκολαμμένη
- νους
- διακόνησε [ðiakónise]
- πολλαπλασιασμένο
- τεκνοποιούσε
- παραγόμενος
- μεταδιδόμενο
- αναπαράγω
- πατέρας
- γεννήθηκε
Nearest Words of parented
- parentele => Συγγενείς
- parenterally => παρεντερικώς
- parentheses => παρένθεση
- parenthesis => παρένθεση
- parenthesis-free notation => Σημειογραφία χωρίς παρενθέσεις
- parenthesize => παρένθεση
- parenthetic => μέσα σε παρένθεση
- parenthetical => σε παρενθέσεις
- parenthetical expression => έκφραση σε παρένθεση
- parenthetically => εν παρενθέσει
Definitions and Meaning of parented in English
parented (a)
having a parent or parents or cared for by parent surrogates
FAQs About the word parented
γονέας
having a parent or parents or cared for by parent surrogates
ενθαρρυνόμενος ,περιποιημένος,ανυψωμένο,παρακολούθησε,Καλλιεργούμενος,πατέρας,εκμεταλλευμένος,Ήταν μητέρα,θρεμμένος,θηλάζει
No antonyms found.
parentation => Μνημόσυνο γονέων, parentally => γονεϊκώς, parental quality => Γονική ποιότητα, parental => γονικός, parentage => καταγωγή,