Greek Meaning of minimization
ελαχιστοποίηση
Other Greek words related to ελαχιστοποίηση
Nearest Words of minimization
- minimise => ελαχιστοποίηση
- minimisation => ελαχιστοποίηση
- minimi => Minimi
- miniment => ελάχιστα
- minimally invasive coronary bypass surgery => Ελάχιστα επεμβατική στεφανιαία παράκαμψη
- minimally => ελάχιστα
- minimalist => μινιμαλιστής
- minimalism => Μινιμαλισμός
- minimal brain dysfunction => Ελάχιστη εγκεφαλική δυσλειτουργία
- minimal brain damage => Ελάχιστη εγκεφαλική βλάβη
Definitions and Meaning of minimization in English
minimization (n)
the act of reducing something to the least possible amount or degree or position
minimization (n.)
The act or process of minimizing.
FAQs About the word minimization
ελαχιστοποίηση
the act of reducing something to the least possible amount or degree or positionThe act or process of minimizing.
Κακοποίηση,μομφή,καταδίκη,κριτική,μείωση έμφασης,Καταγγελία,καταγγελία,υποβαθμίζοντας,δυσφήμηση,υποτίμηση
μεγέθυνση,Έγκριση,εξύψωση,δοξολογία,Μεγέθυνση,Έπαινος,εκδήλωση θαυμασμού,Εγκριση,ευλογία,επαίνους
minimise => ελαχιστοποίηση, minimisation => ελαχιστοποίηση, minimi => Minimi, miniment => ελάχιστα, minimally invasive coronary bypass surgery => Ελάχιστα επεμβατική στεφανιαία παράκαμψη,