FAQs About the word paid-up

πληρωμένο

to pay what is due, to pay in full

συνάντησε,πληρωμένος,πληρωμένος,ισορροπημένος,ξεκαθαρισμένο,εκφορτισμένος,εκκαθαρισμένος,άφησε,εγκαταστημένος,πήδησε (για)

αποποιημένο

paideutics => Παιδευτική, paid vacation => αμειβόμενες διακοπές, paid => πληρωμένος, pahutes => Παχούτες, pahoehoe => Παχος,