Greek Meaning of multibranched

Διακλαδισμένος

Other Greek words related to Διακλαδισμένος

Definitions and Meaning of multibranched in English

multibranched

having, consisting of, or involving more than two branches

FAQs About the word multibranched

Διακλαδισμένος

having, consisting of, or involving more than two branches

μπαρόκ ,σύνθετος,σύνθετος,σύνθετο,ετερογενής,μικτός,Πολυπρόσωπος,πολυποίκιλος,μπερδεμένος,ποικίλω

Ομοιογενής,Απλοποιημένο,απλοϊκός,στολή,Υπεραπλουστευμένο,απλός,απλός,απλός,αμετάβλητος,όχι σύνθετο

multibillionaires => πολυδισεκατομμυριούχοι, multibillionaire => Πολυμυριαρχούχος, mulls => συλλογίζεται, mulling (over) => σκεπτόμενος για, mulled (over) => ώριμη σκέψη,