Greek Meaning of hallooing

φωνάζοντας

Other Greek words related to φωνάζοντας

Definitions and Meaning of hallooing in English

hallooing

to call or cry hollo to, to utter loudly, to cry hollo

FAQs About the word hallooing

φωνάζοντας

to call or cry hollo to, to utter loudly, to cry hollo

κλήση,κλάμα,φωνάζω,φώνας,ηχηρό,Κραυγή,ουρλιάζοντας,γαύγισμα,βρυχηθμός,φώναγμα

αναπνοή,γογγύζοντας,μουρμούρισμα,ψίθυρος,γκρίνια

hallo => Γεια, hallmarks => χαρακτηριστικά, hallmarking => σήμανση, hallmarked => σφραγισμένος, hallelujahs => αλληλούια,