Greek Meaning of conjured (up)
επικαλούμενο (πάνω)
Other Greek words related to επικαλούμενο (πάνω)
- συλληφθεί
- ονειρεύτηκα
- ονειρεύτηκα
- προβλεπόμενος
- φανταστικός
- απεικονιζόμενο
- είδε
- ματαιόδοξος
- στοχαστικός
- Προβλεπόμενος
- σκέφθηκε
- φαντασιώθηκα
- φαντασιώθηκε
- προβεβλημένος
- ιδεώδης
- εικόνα
- προγραμματισμένη
- Αναδημιουργία
- οραματιστής
- οραματίστηκε
- επινοημένη
- ονειροπόλος
- επινοημένος
- προβλέπω
- παραισθησιογόνος
- εφεύρε
- επινοημένος
- κατασκευασμένος
- διαλογίστηκε
- συλλογίστηκε
- Σκεφτόταν
- προβλεπόμενος
- επαναδημιουργημένο
- αντανακλάται
- ανακουφισμένος
- θυμήθηκε
- αναμάσησε
- χάζευε τα άστρα
Nearest Words of conjured (up)
Definitions and Meaning of conjured (up) in English
conjured (up)
No definition found for this word.
FAQs About the word conjured (up)
επικαλούμενο (πάνω)
συλληφθεί,ονειρεύτηκα,ονειρεύτηκα,προβλεπόμενος,φανταστικός,απεικονιζόμενο,είδε,ματαιόδοξος,στοχαστικός,Προβλεπόμενος
No antonyms found.
conjured => ανακαλούμενο, conjure (up) => επικαλούμαι, conjurations => μαγικά ξόρκια, conjunctures => συγκυρία, conjunctional => Συνδετικός,