FAQs About the word conks (out)

κόνκς (έξω)

to stop working properly, to fall asleep

καταρρέει,λιποθυμά,λιποθυμίες,χαλάει

διαδίδεται,έρχεται σε,έρχεται γύρω,αναβιώνει

conking (out) => λιποθυμάω, conking => κουρασμένος, conked (out) => κουρασμένος (έξω), conked => χαλασμένος, conk (out) => conk (out),