Greek Meaning of connected (with)
συνδεδεμένο (με)
Other Greek words related to συνδεδεμένο (με)
- Επισυναμμένος σε
- επικοινωνεί (με)
- συνδεδεμένος (με)
- πορεύτηκε (με)
- συνορεύει με το
- χτύπησε (πάνω ή απέναντι)
- πλαγιοκοπημένος
- γειτνιάζω
- παρακείμενος
- οριοθετημένο
- επικοινώνησε
- συγκλίνουσας
- αγκαλιάστηκε
- περικυκλωμένος
- επισυνάπτεται
- περιφραγμένο
- Φραγκοί
- επισυναπτόμενο
- προσχώρησε
- επενδεδυμένο
- περιθωριακός
- γειτονικός
- στεφανωμένος
- φουστα
- περικυκλωμένος
- συγκινημένος
- πλησίασε (σε κάτι)
Nearest Words of connected (with)
Definitions and Meaning of connected (with) in English
connected (with)
No definition found for this word.
FAQs About the word connected (with)
συνδεδεμένο (με)
Επισυναμμένος σε,επικοινωνεί (με),συνδεδεμένος (με),πορεύτηκε (με),συνορεύει με το,χτύπησε (πάνω ή απέναντι),πλαγιοκοπημένος,γειτνιάζω,παρακείμενος,οριοθετημένο
No antonyms found.
connect (with) => συνδέω (με), conks (out) => κόνκς (έξω), conking (out) => λιποθυμάω, conking => κουρασμένος, conked (out) => κουρασμένος (έξω),