Greek Meaning of abutted

γειτνιάζω

Other Greek words related to γειτνιάζω

Definitions and Meaning of abutted in English

Webster

abutted (imp. & p. p.)

of Abut

FAQs About the word abutted

γειτνιάζω

of Abut

παρακείμενος,πλαγιοκοπημένος,προσχώρησε,περικυκλωμένος,συνορεύει με το,Φραγκοί,πορεύτηκε (με),γειτονικός,φουστα,συγκινημένος

No antonyms found.

abuttal => όμορος, abutment arch => Λοξός τόξο., abutment => θυρότοιχος, abutilon theophrasti => Αβουτίλονο, abutilon => Αβουτίλονο,