Greek Meaning of peoples

λαοί

Other Greek words related to λαοί

Definitions and Meaning of peoples in English

Wordnet

peoples (n)

the human beings of a particular nation or community or ethnic group

FAQs About the word peoples

λαοί

the human beings of a particular nation or community or ethnic group

κατοικεί,κατοικεί,αποικίζει,μετακομίζει (σε),καθιερώνεται,μετεγκαθίσταται (σε)

απομειώνει τον πληθυσμό,ερημώνω

peopler => άνθρωποι, peopleless => ακατοίκητος, peopled => κατοικημένος, people in power => Οι άνθρωποι στην εξουσία, people against gangsterism and drugs => Άνθρωποι κατά του γκανγκστερισμού και των ναρκωτικών,