FAQs About the word depopulates

απομειώνει τον πληθυσμό

ravage, to reduce greatly the population of, to reduce greatly the population of (as a city or region) by destroying or driving away the inhabitants

ερημώνω

λαοί,καθιερώνεται,αποικίζει,κατοικεί,μετακομίζει (σε),κατοικεί,μετεγκαθίσταται (σε)

deplores => κατακρίνει, depletes => εξαντλεί, deplaning => αποβίβαση, deplaned => αποβιβάστηκε, depictions => απεικονίσεις,