Greek Meaning of wagged
κούνησε
Other Greek words related to κούνησε
Nearest Words of wagged
Definitions and Meaning of wagged in English
wagged (imp. & p. p.)
of Wag
FAQs About the word wagged
κούνησε
of Wag
κουρεμένος,φτερούγισε,χτύπησε,σπασμωδικός,σφύριγμα,εναλλασσόμενος,έγνεψε,Τινάχτηκε,κούνησε,κυματιστός
Κλείνω το στόμα μου
wagga wagga => Βάγκα Βάγκα, wages => μισθοί, wagering => στοίχημα, wagerer => τζογαδόρος, wagered => στοιχηματισμένο,