Greek Meaning of waggishly

χαριτολογώντας

Other Greek words related to χαριτολογώντας

Definitions and Meaning of waggishly in English

Wordnet

waggishly (r)

in a waggish manner

FAQs About the word waggishly

χαριτολογώντας

in a waggish manner

σκανταλιάρης,παιχνιδιάρικο,κακός,πονηρός,διαβολικός,ξωτικό,χαρούμενος,σκανταλιάρης,απατεώνας,άτακτος

τάφος,ζοφερός,νηφάλιος,επίσημος,πρύμνη,σιωπηλός,σοβαρός

waggish => σκανδαλιάρης, wagging => κούνημα, waggie => Ουάγκι, waggery => φάρσα, waggeries => αστεία,