FAQs About the word wagerer

τζογαδόρος

someone who betsOne who wagers, or lays a bet.

τζογαδόρος,παίκτης,παίκτης,καλύτερος,παγάκια,άτομο με ειδικές ανάγκες,Παίκτης υψηλών πονταρισμάτων,τσιγκούνης,παίκτης,πιο κοφτερός

No antonyms found.

wagered => στοιχηματισμένο, wager => Στοίχημα, wagenboom => wagenboom, wagel => Wageli, wage-earning => Μισθωτός,