Greek Meaning of doddery

γερασμένος

Other Greek words related to γερασμένος

Definitions and Meaning of doddery in English

Wordnet

doddery (s)

mentally or physically infirm with age

FAQs About the word doddery

γερασμένος

mentally or physically infirm with age

τρέμουλο,άρρωστος,τρεμάμενος,τρανταχτός,τρεμάμενο,στραβά,Ανασφαλής,κούνημα,ταλαντευόμενο,ασύμμετρο

ισορροπημένος,σταθεροποιημένο,σταθερός,σταθερός,ίσιος,ισορροπημένος,ακόμα,επίπεδο,ήχος,γερός

doddering => τρέμουλο, dodderer => φλυαρος, doddered => τρεμόπαιζε, dodder => κιθάρι, dodded => Σκάλιζε,