Greek Meaning of washed out

Ξεθωριασμένος

Other Greek words related to Ξεθωριασμένος

Definitions and Meaning of washed out in English

FAQs About the word washed out

Ξεθωριασμένος

βαρετό,θαμπό,ξεθωριασμένος,φως,χλωμός,Αδύναμος,γκρι,γκρί,ουδέτερος,Παστέλ

φωτεινό,εξαιρετικό,έγχρωμος,σκοτεινός, -ή, -ό,βαθύς,ομοφυλόφιλος,πλούσιος,Ζωηρός,ζωηρός,χρωματικός

washed one's hands of => Πλένω τα χέρια μου, wash one's hands of => πλένω τα χέρια μου, wash (over) => πλένω (παραπάνω), was partial to => είχε αδυναμία, was out of breath => ήταν εκτός πνοής,