Greek Meaning of warships

Πολεμικά πλοία

Other Greek words related to Πολεμικά πλοία

Definitions and Meaning of warships in English

warships

a ship armed for combat, a naval vessel

FAQs About the word warships

Πολεμικά πλοία

a ship armed for combat, a naval vessel

Αργώ,Πολεμικά πλοία,έμποροι,αεροπλανοφόρα,Ναυαγοσωστικά,βάρκες,Κολιέ,φορτηγά πλοία εμπορευματοκιβωτίων,Κορβέτες,καταδρομικά

No antonyms found.

wars => πόλεμοι, warriors => πολεμιστές, warring (with) => σε πόλεμο (με), warring (against) => κατά, warred (with) => πολεμούσε (με),