Greek Meaning of warring (against)
κατά
Other Greek words related to κατά
- πολεμώντας
- μάχη
- ξύλο
- καταπολέμηση
- Καταπολέμηση
- θόρυβος
- μπάσινγκ
- Πήγε
- ζώνη
- ξυλοδαρμός
- πυγμαχία
- καυγάς
- αναπήδηση
- συγκρούοντας
- σύγκρουση
- μονομαχία
- μονομαχία
- πάλη
- σφυρηλάτηση
- χτύπημα
- χτύπημα
- επικόλληση
- χτύπημα
- διάτρηση
- καυγάς
- χτύπημα
- χαστούκι
- σκίζω
- Slugging
- χαστούκι
- τιμωρία
- Σπάρινγκ
- εντυπωσιακός
- swatting
- σάρωση
- χτυπώντας
- χτύπημα
- Φαλαινοθηρία
- Πάλη
Nearest Words of warring (against)
- warred (with) => πολεμούσε (με)
- warred (against) => πολεμώ (ενάντια)
- warrants => εντάλματα σύλληψης
- warp-speed => Ταχύτητα στρέβλωσης
- warps => παραμορφώσεις
- warp speed => ταχύτητα παραμόρφωσης
- warp and woof => Σταθερά και υφαδι
- warnings => προειδοποιήσεις
- warmongers => πολεμοκάπηλοι
- warmish => Χλιαρός
- warring (with) => σε πόλεμο (με)
- warriors => πολεμιστές
- wars => πόλεμοι
- warships => Πολεμικά πλοία
- warts => κονδυλώματα
- was friends with => ήταν φίλος με τον/την…
- was out of breath => ήταν εκτός πνοής
- was partial to => είχε αδυναμία
- wash (over) => πλένω (παραπάνω)
- wash one's hands of => πλένω τα χέρια μου
Definitions and Meaning of warring (against) in English
warring (against)
No definition found for this word.
FAQs About the word warring (against)
κατά
πολεμώντας,μάχη,ξύλο,καταπολέμηση,Καταπολέμηση,θόρυβος,μπάσινγκ,Πήγε,ζώνη,ξυλοδαρμός
παραιτούμαι,υποβάλλει,παράδοση
warred (with) => πολεμούσε (με), warred (against) => πολεμώ (ενάντια), warrants => εντάλματα σύλληψης, warp-speed => Ταχύτητα στρέβλωσης, warps => παραμορφώσεις,