FAQs About the word dueling

μονομαχία

The act or practice of fighting in single combat. Also adj.

πολεμώντας,καταπολέμηση,Καταπολέμηση,ανταγωνιζόμενος,μάχη,πάλη,Πάλη,μπάσινγκ,πυγμαχία,καυγάς

No antonyms found.

dueler => μονομάχος, duel => μονομαχία, dueful => οφειλόμενος, duebill => ομολογία χρέους, due–a => ληξιπρόθεσμος,