FAQs About the word habituation

εθισμός

being abnormally tolerant to and dependent on something that is psychologically or physically habit-forming (especially alcohol or narcotic drugs), a general ac

ανεκτικότητα,εθισμός,αλκοολισμός,εξάρτηση,εξάρτηση,συνήθεια,ηρωισμός,πίθηκος,μορφινισμός

No antonyms found.

habituating => συνηθίζοντας, habituated => συνήθης, habituate => συνηθίζω, habitually => συνήθως, habitual criminal => συνήθης εγκληματίας,