FAQs About the word morphinism

μορφινισμός

A morbid condition produced by the excessive or prolonged use of morphine.

εθισμός,αλκοολισμός,ηρωισμός,εξάρτηση,εξάρτηση,πίθηκος,ανεκτικότητα,συνήθεια,εθισμός,Τζόουνς

No antonyms found.

morphine => μορφίνη, morphia => Μορφίνη, morphew => Μορφέας, morpheus => Μορφέας, morphemic => μορφεμικός,