Greek Meaning of endovenous
ενδοφλέβια
Other Greek words related to ενδοφλέβια
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of endovenous
- endotracheal tube => Ενδοτραχειακός σωλήνας
- endotoxin => ενδοτοξίνη
- endothorax => Ενδοθώρακας
- endothermic reaction => ενδοθερμική αντίδραση
- endothermic => ενδοθερμικός
- endothermal => ενδοθερμικός
- endotheloid => ενδοθηλιοειδές
- endothelium => ενδοθήλιο (εσωτερική επένδυση των αιμοφόρων αγγείων)
- endothelial myeloma => Αγγειακό μυέλωμα
- endothelial => ενδοθηλιακός
Definitions and Meaning of endovenous in English
endovenous (a)
within or by means of a vein
FAQs About the word endovenous
ενδοφλέβια
within or by means of a vein
No synonyms found.
No antonyms found.
endotracheal tube => Ενδοτραχειακός σωλήνας, endotoxin => ενδοτοξίνη, endothorax => Ενδοθώρακας, endothermic reaction => ενδοθερμική αντίδραση, endothermic => ενδοθερμικός,