Greek Meaning of endotheloid
ενδοθηλιοειδές
Other Greek words related to ενδοθηλιοειδές
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of endotheloid
- endothelium => ενδοθήλιο (εσωτερική επένδυση των αιμοφόρων αγγείων)
- endothelial myeloma => Αγγειακό μυέλωμα
- endothelial => ενδοθηλιακός
- endothelia => ενδοθήλιο
- endothecium => Ενδοθήκιο
- endotheca => Ενδόθηκα
- endostyle => Ενδόστυλο
- endostosis => Ενδοκυττάρωση
- endostome => εσωστόμιο
- endostoma => ενδόστομα
Definitions and Meaning of endotheloid in English
endotheloid (a.)
Like endothelium.
FAQs About the word endotheloid
ενδοθηλιοειδές
Like endothelium.
No synonyms found.
No antonyms found.
endothelium => ενδοθήλιο (εσωτερική επένδυση των αιμοφόρων αγγείων), endothelial myeloma => Αγγειακό μυέλωμα, endothelial => ενδοθηλιακός, endothelia => ενδοθήλιο, endothecium => Ενδοθήκιο,