FAQs About the word in especial

κυρίως

specific, particular, close, intimate, relating to or unique to a certain person or thing, directed toward a particular individual, group, or end, in particular

Ειδικά,ιδιαίτερα,ιδίως,συγκεκριμένα,ατομικά,προσωπικά

γενικά,ευρέως,ευρέως

in despite of => παρά, in defiance of => παρά, in deep water => σε βαθιά νερά, in contrast (with) => σε αντίθεση με, in contrast (to) => αντίθετα (με),