FAQs About the word handgrip

Λαβή

the appendage to an object that is designed to be held in order to use or move it

λαβή,λαβή,τόξο,λαβή,λαβή,λαβή,βρόχος,άξονας,εγγύηση,μπάρα

Απελευθέρωση,παραίτηση

handful => χούφτα, handfasting => στεφανόμη, handfasted => ενωμένοι χέρια χέρια, handfast => Χέρι-χέρι, hander => hander,