Greek Meaning of storey

όροφος

Other Greek words related to όροφος

Definitions and Meaning of storey in English

Wordnet

storey (n)

a structure consisting of a room or set of rooms at a single position along a vertical scale

FAQs About the word storey

όροφος

a structure consisting of a room or set of rooms at a single position along a vertical scale

αφήγηση,Νουβέλα,παραμύθι,ιστορία,διήγημα,νήμα,ανέκδοτο,Χρονικά,παραμύθι για ύπνο,χρονικό

γεγονός,αλήθεια,ειλικρίνεια,αλήθεια,Επαλήθευση,επιβεβαίωση,τεκμηρίωση,αλήθεια,ειλικρίνεια,επικύρωση

storeroom => αποθήκη, storeria occipitamaculata => Συνωπιτόμορφη Στορέρια, storeria => Στορέρια, storekeeper => Αποθηκάριος, storehouse => αποθήκη,