Greek Meaning of ready-witted

Ετοιμόλογος

Other Greek words related to Ετοιμόλογος

Definitions and Meaning of ready-witted in English

Webster

ready-witted (a.)

Having ready wit.

FAQs About the word ready-witted

Ετοιμόλογος

Having ready wit.

κατάλληλος,Έξυπνος,πρόθυμος,απότομος,αστραπή,γρήγορος,γρήγορος,οξυδερκής ,έξυπνος,γρήγορος

Έρπων,ερπετό,καθυστερημένος,σέρνοντας,καθυστερημένο,τεμπέλης,ήρεμος,αργός,Αργός,αναίσθητος

ready-to-wear => Prêt-à-porter, ready-to-eat => έτοιμο για κατανάλωση, ready-mix => έτοιμο σκυρόδεμα, ready-made => έτοιμο, readying => προετοιμασία,