FAQs About the word sleepily

Υπνηλά

in a sleepy mannerIn a sleepy manner; drowsily.

αργά,άψυχα,ανενεργά

ενεργά,επιμελώς,αδιάκοπα,επιμελώς,επιμελώς,επίπονα,δυναμικά,ενεργητικά,ακούραστα,Ακούραστα

sleepful => υπνημένος, sleeper nest => Φωλιά ύπνου, sleeper goby => Κοιμισμένος γωβιός, sleeper cell => Κοιμώμενος πράκτορας, sleeper => κρεβατοβαγόνι,