FAQs About the word interactional

Αλληλεπιδραστικός

capable of acting on or influencing each other

συναλλαγές,σχέση,εμπόριο,Αλληλεξάρτηση,συντροφικότητα,διασταυρούμενη γονιμοποίηση,σταυρογονιμοποίηση

No antonyms found.

interaction => αλληλεπίδραση, interact => αλληλεπιδρώ, inter vivos trust => εμπιστευματική σχέση εν ζωή (inter vivos)., inter alia => μεταξύ άλλων, inter- => δια-,