Greek Meaning of interactional
Αλληλεπιδραστικός
Other Greek words related to Αλληλεπιδραστικός
Nearest Words of interactional
- interactive => Διαδραστικός
- interactive multimedia => Διαδραστικά πολυμέσα
- interactive multimedia system => Διαδραστικό πολυμεσικό σύστημα
- interadditive => αλληλεπιδραστικός
- interagency => διασυλλογική
- interagency support => Διασυνδετική υποστήριξη
- interagent => διαμέσορακών
- interall => εσωτερικός
- interalveolar => διακτινιδιακός
- interambulacra => μεσοστεφές
Definitions and Meaning of interactional in English
interactional (s)
capable of acting on or influencing each other
FAQs About the word interactional
Αλληλεπιδραστικός
capable of acting on or influencing each other
συναλλαγές,σχέση,εμπόριο,Αλληλεξάρτηση,συντροφικότητα,διασταυρούμενη γονιμοποίηση,σταυρογονιμοποίηση
No antonyms found.
interaction => αλληλεπίδραση, interact => αλληλεπιδρώ, inter vivos trust => εμπιστευματική σχέση εν ζωή (inter vivos)., inter alia => μεταξύ άλλων, inter- => δια-,