Greek Meaning of inter-

δια-

Other Greek words related to δια-

Definitions and Meaning of inter- in English

Webster

inter- ()

A prefix signifying among, between, amid; as, interact, interarticular, intermit.

FAQs About the word inter-

δια-

A prefix signifying among, between, amid; as, interact, interarticular, intermit.

θάβω,ΘΑΒΩ,κρύβω,θάψω,τοποθετώ,βάζω μακριά,τάφος,Μανδύας,φέρετρο,κρύβω

Γυμνός,καίω,ανακαλύπτω,εκταφή,Οθόνη,έκθεση,εκταφή,εκθέτω,αποκαλύπτω,Δείχνω

intentness => Πρόθεση, intently => προσεκτικά, intentiveness => προσοχή, intentively => προσεκτικά, intentive => προσεκτικός,