Greek Meaning of addable

προσθέσιμος

Other Greek words related to προσθέσιμος

Definitions and Meaning of addable in English

Wordnet

addable (s)

capable of being added or added to

Webster

addable (a.)

Addible.

FAQs About the word addable

προσθέσιμος

capable of being added or added toAddible.

επίθημα,παράρτημα,Προσάρτημα,συνημμένο,αυξάνω,επεκτείνω,εισαγωγή,εισάγω,όμορος,συμπλήρωμα

αφαιρώ,μειώνω,αφαιρώ,ξεχωριστό,αφαιρώ,απογειώνω,μειώνω,Ακρωτηριάζω,Σύμβαση,κόβω

add up => Προσθέστε, add together => Προσθέτω μαζί, add to => σε, add on => προσθήκη, add => Προσθήκη,