Greek Meaning of entrants

συμμετέχοντες

Other Greek words related to συμμετέχοντες

Definitions and Meaning of entrants in English

entrants

one that enters a contest, one that enters

FAQs About the word entrants

συμμετέχοντες

one that enters a contest, one that enters

υποψήφιοι,Ανταγωνιστές,καταχωρήσεις,νεοσύλλεκτοι,μαθητευόμενοι,Πρωτοετείς,Οι νεοφερμένοι,αρχάριοι,υπότροφοι,φοιτητές

No antonyms found.

entranceways => Είσοδοι, entrances => Είσοδοι, entraining => εκπαίδευση, entrained => εκπαιδευμένος, entr'actes => διαλείμματα,